λείων — λείων, ὁ (Α) (επικ. τ.) βλ. λέων … Dictionary of Greek
λείων — masc nom/voc sg λεί̱ων , λεῖος smooth fem gen pl λεί̱ων , λεῖος smooth masc/neut gen pl λειόω make smooth imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) λειόω make smooth imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεῖον — λείων masc voc sg λεῖος smooth masc acc sg λεῖος smooth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείους — λείων masc acc pl λεί̱ους , λεῖος smooth masc acc pl λειόω make smooth imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλοδικείο — το, Ν δικαστικό, διοικητικό ή μικτό όργανο αρμόδιο να κρίνει το κύρος τών λειών που έγιναν, δικαστήριο λειών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦλον «λεία, λάφυρο» + δικείο (< δίκης < δίκη), πρβλ. ειρηνοδικείο] … Dictionary of Greek
ευθυκοκκυγικός — ή, ό φρ. «ευθυκοκκυγικός μυς» δεσμίδα λείων μυϊκών ινών μεταξύ τού πρόσθιου ιεροκοκκυγικού συνδέσμου και τού απευθυσμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + κοκκυγικός] … Dictionary of Greek
ισταμίνη — Βιολογικά ενεργή αμίνη, που αποτελεί προϊόν αποκαρβοξυλίωσης του αμινοξέος ιστιδίνη. Είναι ευρέως διαδεδομένη στη φύση όπου συναντάται σε ιστούς ζώων και φυτών. Στον άνθρωπο απελευθερώνεται από τα τραυματισμένα κύτταρα μαζί με άλλες ουσίες,… … Dictionary of Greek
κνίδωση — Δερματοπάθεια αντιδραστικού τύπου που εκδηλώνεται τις περισσότερες φορές με εξάνθηση μικρών ή μεγάλων κνησμωδών βλατίδων, με ερυθρωπή φλεγμονώδη περιφέρεια και λευκωπή υπερυψωμένη κεντρική βλάβη. Το εξάνθημα μπορεί να είναι περιγεγραμμένο ή… … Dictionary of Greek
κοιμίζω — και κοιμώ, άω (AM κοιμίζω) 1. κάνω ή βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («κοιμίζω το μωρό») 2. μτφ. καθησυχάζω, καταπραΰνω, γαληνεύω (α. «φάρμακο που κοιμίζει τους πόνους» β. «λείων τ ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε στένοντα πόντον» οι άνεμοι… … Dictionary of Greek
μαγνήσιο — Δισθενές χημικό στοιχείο με σύμβολο Mg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών γαιών, έχει ατομικό αριθμό 12, ατομική μάζα 24,312, τρία σταθερά ισότοπα με μαζικό αριθμό 24, 25, 26 και δύο… … Dictionary of Greek